- μοναχικοῦ
- μοναχικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Λαζαριστές — Μέλη μοναχικού τάγματος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ιδρύθηκε το 1625 από τον άγιο Βικέντιο ντε Πολ (του Παύλου) και αναγνωρίστηκε από τον πάπα Ουρβανό Η’ το 1632, με την ονομασία Εταιρεία των Ιερέων της Ιεραποστολής. Σκοπός του τάγματος των Λ.… … Dictionary of Greek
λεβητωνάριον — και λευϊτωνάριον, τὸ (Α) είδος μοναχικού χιτώνα κατασκευασμένου με τρίχες, τρίχινο ράσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lebitonarium ή levitonarium «είδος μοναχικού χιτώνα»] … Dictionary of Greek
Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… … Dictionary of Greek
Βενέδικτος (άγιος, ο εκ Νουρσίας) — (Benedetto da Norcia, Νουρσία 480; – Μοντεκασίνο 547;). Άγιος της Δυτικής Εκκλησίας, από τους επιφανέστερους κήρυκες του μοναχικού βίου. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι πολύ αόριστες και προέρχονται από τους Διαλόγους του πάπα Μ. Γρηγορίου.… … Dictionary of Greek
αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… … Dictionary of Greek
αθανασία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η μάρτυς. Σφαγιάστηκε στον διωγμό του Διοκλητιανού, για τη χριστιανική της πίστη, μαζί με τις τρεις κόρες της, Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. 2. Η οσία. Μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της,… … Dictionary of Greek
ακτημοσύνη — η (Α ἀκτημοσύνη) [ἀκτήμων] έλλειψη κτηματικής περιουσίας, ανέχεια, φτώχεια μσν. 1. κατάργηση τής ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη 2. η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό τού μοναχικού βίου … Dictionary of Greek
αναχωρητής — Αυτός που ζει απομονωμένος σε ερημικούς τόπους. Ως μορφή θρησκευτικής ζωής, ο αναχωρητισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Αίγυπτο τον 3ο αι. μ.Χ. (Παύλος ο Θηβαίος) και διαδόθηκε στη Συρία και την Παλαιστίνη. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αναχωρητισμού… … Dictionary of Greek
αποκείρω — ἀποκείρω (AM) [κείρω] 1. κουρεύω 2. εκκλ. κουρεύω δόκιμο μοναχό κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος αρχ. 1. κόβω τελείως, κατακόπτω 2. καταστρέφω, τσακίζω … Dictionary of Greek